φιλάγλαος

φιλάγλαος
φιλ-άγλαος, das Herrliche, Schöne liebend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλάγλαος — ον, Α αυτός που αγαπά την λαμπρότητα, την ωραιότητα, φιλόκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγλαός «λαμπρός, φωτεινός»] …   Dictionary of Greek

  • φιλάγλαον — φιλάγλαος louing splendour masc/fem acc sg φιλάγλαος louing splendour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγλάους — φιλάγλαος louing splendour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάγλαε — φιλάγλαος louing splendour masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”